- -όζη
- (I)χημ. κατάληξη χαρακτηριστική τής ονομασίας τών σακχάρων και ενδεικτική τής προέλευσής τους, λ.χ. γλυκόζη, μανόζη κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὄζῃ — ὄζη bad smell fem dat sg (attic epic ionic) ὄζω smell pres subj mp 2nd sg ὄζω smell pres ind mp 2nd sg ὄζω smell pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όζη — (II) η (βιοχ.) άλλη ονομασία τού μονοσακχαρίτη. (III) ὄζη, ἡ (Α) 1. δυσοσμία, αποφορά που αναδίδεται κυρίως από το στόμα 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄζαι τα δέρματα τών ονάγρων», τών άγριων όνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. ὄζω «αναδίδω… … Dictionary of Greek
ὄζαι — ὄζη bad smell fem nom/voc pl ὄζᾱͅ , ὄζη bad smell fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀζᾶν — ὄζη bad smell fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek
καραμόζη — η ειδική καραμέλα χωρίς ζάχαρη για τους διαβητικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καραμ (< καραμέλα) + κατάλ. όζη τού φρουκτ όζη (ζάχαρη για διαβητικούς)] … Dictionary of Greek
ὦζα — ἄζᾱ , ἄζα heat fem nom/voc/acc dual ἄζᾱ , ἄζα heat fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄζα , ἄζος dry neut nom/voc/acc pl ἄζᾱ , ἄζος dry fem nom/voc/acc dual ἄζᾱ , ἄζος dry fem nom/voc sg (doric aeolic) ὄζᾱ , ὄζη bad smell fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλδοτριόζες — οι Χημ. οργανικές ενώσεις που περιέχουν μια αλδεΰδομάδα ( CH = Ο) και δύο υδροξύλια ( ΟΗ). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλδ[εΰδες] + τρι < τρις < τρεις + κατάλ. όζες, πληθ. του όζη] … Dictionary of Greek
αλδόζες — Οργανικές ενώσεις τύπου (CH2Ο)n που σημαίνει ότι το μόριό τους περιέχει n ομάδες που αναλογούν σε ένα άτομο άνθρακα, δύο υδρογόνου και ένα οξυγόνου, και οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μιας αλδεϋδομάδας εκτός των διαφόρων αλκοολομάδων.… … Dictionary of Greek
αμυλόζη — Ένα από τα δύο συστατικά των αμυλόκοκκων, κύριων δομικών στοιχείων του αμύλου, που καταλαμβάνει τον κεντρικό πυρήνα τους. Αντιπροσωπεύει το 10 25% της μάζας του αμύλου (στο σιτάρι και τις πατάτες είναι γύρω στο 25%, ενώ στο καλαμπόκι, στο ρύζι… … Dictionary of Greek